- χαρτοσημαίνω
- (αόρ. χαρτοσήμανα) μετ. наклеивать гербовую марку (на что-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαρτοσημαίνω — χαρτοσημαίνω, χαρτοσήμανα βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χαρτοσημαίνω — Ν επικολλώ χαρτόσημο σε έγγραφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτόσημο. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
χαρτοσημαίνω — χαρτοσήμανα, χαρτοσημάνθηκα, χαρτοσημασμένος, επικολλάω κινητό χαρτόσημο πάνω σε έγγραφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρτοσήμανση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαρτοσημαίνω, η επικόλληση κινητού χαρτοσήμου σε δημόσιο ή μη έγγραφο ή σε αίτηση προς τις δημόσιες υπηρεσίες, ενέργεια μέσω τής οποίας το δημόσιο ταμείο προσπορίζεται έσοδα υπό μορφή έμμεσων φόρων. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
χαρτοσήμανση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του χαρτοσημαίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)